Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



τεραστίας, τῆς


Ερμηνεία:

 [τεράστιος, -ία, -ιον (ο υπερφυσικά μεγάλος, ο πελώριος, αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις]  το τέρας, του τέρατος, Καινή Διαθήκη 16 φορές (σπάνιο φαινόμενο, προφητικό σημάδι που εμφανίζεται με κάποιο φυσικό φαινόμενο, ουράνιο φαινόμενο, αφύσικο θηρίο που προκαλεί δέος, ο,τιδήποτε έχει παραμορφωμένη διάπλαση)]



Ετυμολογία:

[< Όμηρ. Θεόφραστος, Λουκιανός τεράστιος

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… παγούρι φυσικόν, από ποδάρι τεραστίας καβούρας... [Άσπρη σαν το χιόνι



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: